21.2 C
Galatsi
Παρασκευή, 5 Ιουλίου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Εμπρησμός εξ αμελείας

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Καλοκαίρι ήταν, Ιούλιος μήνας και θερίζαμε στα χωράφια. Το σιτάρι στα μέρη μας γινόταν όψιμα κι έτσι, όταν στις άλλες περιοχές η διαδικασία του θερισμού τελείωνε, σε μας τότε άρχιζε! Αυτό, βέβαια, είχε και τα καλά του, γιατί τα σχολεία είχαν πια κλείσει για τις καλοκαιρινές διακοπές κι έτσι μπορούσαν οι μάνες μας να μας παίρνουν μαζί τους στα χωράφια κι απαλλάσσονταν  από το μπελά της φύλαξής μας.

    Αν ήμασταν πολύ μικρά, καθόμασταν όλη τη μέρα στη σκιά κάποιου δένδρου και, με το βασίλεμα του ήλιου, βοηθούσαμε τη μάνα μας να στρώσει πάνω στις καλαμιές μια κουβέρτα, για να κοιμηθούμε μετά από κάποια ώρα.
    Από οχτώμισι ή εννιά χρονών και πάνω βοηθούσαμε στο θερισμό κανονικά κουβαλώντας τα δεμάτια που η μάνα θέριζε στο χωριό, στο αλώνι, όπου σε θημωνιές περίμεναν να έρθουν οι ξενομερίτες με τις αλωνιστικές μηχανές τους και να πάρουμε το σιτάρι για τους ανθρώπους και το άχυρο για τα ζώα.

    -- Διαφήμιση --

    Ξεκινούσαμε, λοιπόν, χαράματα σχεδόν. Βέβαια, οι μεγάλοι είχαν κάποια αγωνία όταν τα παιδάκια, συνήθως αγόρια, έκαναν το πρώτο δρομολόγιο, γιατί δεν ήξεραν καλά το δρόμο και φοβόντουσαν μη χαθούν. Εμπιστεύονταν όμως τη μνήμη του γαϊδάρου! Και δεν έπεφταν έξω, γιατί το τετράποδο, σαν φορτωνόταν, ξεκινούσε κατευθείαν για τ’ αλώνι και στο γυρισμό κουβαλούσε το παιδάκι στο χωράφι!

    Η ανατολή, κατά κανόνα, μας εύρισκε στο χωριό κι δύση του ήλιου στο χωράφι.
    Στο μεταξύ διάστημα κάναμε τέσσερα δρομολόγια κουβαλώντας το σιτάρι και συχνά πηγαίνοντας στο χωράφι τ’ αναγκαία για το μαγείρεμα, που παίρναμε βερεσέ από το μπακάλη.
    Το καταμεσήμερο, όταν η ζέστη ήταν ανυπόφορη, μέναμε όλοι κάτω από τη σκιά και τρώγαμε και ξαπλώναμε για λίγο κι ο γάιδαρος παραδίπλα, δεμένος σ’ άλλο δέντρο από κάτω, καθόταν να ξεκουραστεί μασουλώντας τις φρεσκοκομμένες καλαμιές, μέχρι να πέσει κάπως η θερμοκρασία και να συνεχίσει ο καθένας τη δουλειά του!

    -- Διαφήμιση --

    Το μαγείρεμα ήταν ασφαλώς μια δύσκολη δουλειά, αφού υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να ξεφύγει καμιά σπίθα και να γίνει τεράστια καταστροφική πυρκαγιά. Γι’ αυτό αυτές τις μέρες το φαγητό κατά κανόνα ήταν πρόχειρο, συνήθως σαλάτα  ντομάτες με αρκετό ξίδι, γιατί ήταν δροσιστικό, αλλά λίγο λάδι, επειδή και τότε ήταν ακριβό για τους φτωχούς.
    Φωτιά ανάβαν σπανιότατα σε σημεία που τα είχαν καθαρίσει σχολαστικά και φρόντιζαν να την περιφράξουν με πέτρες, για να μην την παρασύρει ο αέρας και γίνει κανένα ατύχημα.
    Ασφαλώς και διάλεγαν κάποια μέρα που ο Αίολος είχε κλείσει καλά το τσουβάλι του. Άπνοια και ζέστη αποπνικτική, αυτό που τώρα μας περιγράφουν στα τηλεοπτικά κανάλια ως καύσωνα, επέτρεπε με σχολαστική προσοχή να βράσουν οι γυναίκες ένα φαγητό πρόχειρο κι εύκολο.

    Μια τέτοια μέρα η Μάνα μας κι η φίλη της η Λία αποφάσισαν να μαγειρέψουν φακή. Ήταν από τη σοδειά της χρονιάς και πολύ βραστερή. Τακτοποίησαν όπως ήξεραν το χώρο και κατά τις δώδεκα, όταν τα παιδιά είχαν γυρίσει από το δεύτερο δρομολόγιο, άναψαν φωτιά για το μαγείρεμα. Σιγά-σιγά άρχισε να βράζει το φαγητό κι όλοι κι από τις δύο οικογένειες, κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, περίμεναν υπομονετικά να περάσει η ώρα για να το γευτούν.

    Ξαφνικά από τον απέναντι λόφο φάνηκε καπνός.
    – Φωτιά! Είπε η μάνα μας.
    – Σβήσε το φαγητό και πάμε, είπε η Λία.
    Έριξαν νερό στα ξύλα που καιγόντουσαν και, αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, ξεκίνησαν για τον απέναντι λόφο.

    – Εσείς οι μεγάλοι, αν δείτε πως ανάβουν τα ξύλα να τους ρίξετε νερό να σβήσουν. Μη σας πάρει ο ύπνος και πάθουμε καμιά νίλα! Είπε η Λία.
    – Ναι! Είπαμε «εμείς οι μεγάλοι», εγώ κι ο Πέτρος, οχτάχρονα παιδάκια.

    Τρομοκρατημένοι κι οι δυο περισσότερο από το φόβο των μανάδων μας και λιγότερο από την καταστροφή που θα γινόταν, καθόμασταν γι’ αρκετή ώρα πάνω από την κατσαρόλα και κοιτούσαμε μια τα σβησμένα κάρβουνα και μια τον καπνό στον απέναντι λόφο!

    Μετά από δυο-τρεις ώρες δε φαινόταν πια να καίγεται κάτι. Σε λίγο γύρισαν κι μανάδες μας, φοβισμένες, κουρασμένες και μαυρισμένες από τον καπνό.
    – Βάζω στοίχημα πως αυτός ο βλάκας την έβαλε! Μα δεν καταλαβαίνει; Μέσα στο κατακαλόκαιρο έβαλε φωτιά; Είπε η μάνα μου.
    – Ποιος, μαμά; Πετάχτηκα εγώ.
    – Να μη σε νοιάζει! Αυτά είναι για τους μεγάλους.
    – Τι θα φάμε τώρα; Είπε η Λία, προφανώς για ν’ αλλάξει την κουβέντα.
    – Ψωμί, τυρί και ντομάτα! Είπε η μάνα μου. Τι «τι θα φάμε»; Αυτά έχουμε, αυτά θα φάμε! Και της έκλεισε το μάτι.

    – Ναι! Σε είδα εγώ που της έκλεισες το μάτι! Είπε ο Πέτρος.
    – Εσύ πολλά βλέπεις! Είπε η Λία και τον πήρε αγκαλιά χαμογελαστή.

    Αφού τελείωσαν το φαγητό,
    – Να σας πούμε κι ένα νέο; Είπε η μάνα μου. Θα φύγουμε τώρα και θα πάμε στο χωριό, για να μαγειρέψουμε κι εκείνο το φαγητό και να πλυθούμε κιόλας από την καπνίλα! Να της κλείσω το μάτι ή θα το δεις πάλι, Πέτρο;
    – Κλείσ’ το! Δε βλέπω τώρα! Είπε εκείνος και γελάσαμε όλοι.

    Σε μία περίπου ώρα φορτώσαμε τα γαϊδούρια και ξεκινήσαμε και οι τέσσερις για το χωριό. Τα ζώα ήταν τυχερά αυτή τη μέρα, αφού έκαναν ένα δρομολόγιο λιγότερο.
    Σε τρία τέταρτα της ώρας είχαμε φτάσει κιόλας. Με τον Πέτρο συμφωνήσαμε να βγούμε σε λίγο για να παίξουμε. Οι μητέρες μας θα πηγαίναν να κάνουν μπάνιο, να ετοιμάσουν τις φακές για την επόμενη μέρα, να συγυρίσουν και λίγο το σπίτι, που «το είχαν παρατημένο», όπως έλεγε η μάνα μου και να κοιμηθούμε όλοι νωρίς, για να ξεκινήσουμε πάλι με το χάραμα για τα χωράφια. Η δική μας ολιγόωρη απουσία μάλλον τις βόλευε να κάνουν ήσυχα τις δουλειές τους.

    Με το ηλιοβασίλεμα μαζευτήκαμε κι εμείς χωθήκαμε στο μπάνιο για να ξεβρομίσουμε και, μετά το βραδινό φαγητό ξαπλώσαμε νωρίς. Την άλλη μέρα μας περίμεναν τέσσερα δρομολόγια και, βεβαίως ύπνος κάτω από τ’ αστέρια!

    Δε με είχε πάρει καλά-καλά ο ύπνος, όταν άκουσα χτύπημα στην πόρτα.
    – Ποιος είναι; Είπε η μάνα μου.
    – Ο Νάκος! Ακούστηκε μια φωνή να λέει ψιθυριστά.
    – Περίμενε! Κι μάνα μου ξεκίνησε να του ανοίξει την εξώπορτα.

    Ο Νάκος ήταν ένας αγροίκος κτηνοτρόφος. Ωμός στους τρόπους κι άξεστος. Κοιτούσε μόνο το δικό του συμφέρον κι αν καμιά φορά κάποιος του στεκόταν εμπόδιο στις δουλειές του, δεν το είχε και πολύ δύσκολο να τον ξυλοφορτώσει εκεί στις ερημιές που γύρναγε! Ακόμα πιο εύκολο του ήταν να δείρει κάποια γυναίκα, αφού ήταν αδύνατη και δεν μπορούσε να αντισταθεί και πολύ.

    – Καλησπέρα, του είπε. Πώς και τέτοια ώρα;
    – Τώρα, τι να σου πω; Πως είμαι περαστικός; Της ψιθύρισε. Τα είδες όλα. Δεν ήθελα να κάνω ζημιά. Να κάψω ένα κομμάτι ήθελα, για να καθαρίσει για το χειμώνα! σαν είδα που δε φυσάει την έβαλα τη ρημάδα τη φωτιά, αλλά μου ξέφυγε. Κι ευτυχώς που ήρθατε κι εσείς και τη σβήσαμε. Μόνο, σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα. Καταστρέφομαι!
    – Κι ήρθες γι’ αυτό νυχτιάτικα; Άντε, καλέ μου στα παιδάκια σου και τη φαμελιά σου. Εμείς δεν είδαμε τίποτα! Σε βρήκαμε να προσπαθείς να τη σβήσεις και κάναμε κι εμείς το ίδιο. Δε χρειάζεται να πας στη Λία. Ούτε εκείνη ξέρει κάτι. Σου το λέω εγώ. Μόνο πρόσεχε μην ξαναγίνει. Γιατί τώρα ήμασταν όλοι τυχεροί.
    Ευχαρίστησε, έκλεισε την πόρτα και της φάνηκε πως έφυγε ανακουφισμένος.

    – Μαμά, ποιος ήταν; Ρώτησα μόλις γύρισε στο σπίτι.
    – Μη σε νοιάζει! Και κοίτα, φουκαρά μου, μην άκουσες κάτι και σου ξεφύγει, θα σου κόψω τη γλώσσα!
    Και το έλεγε σοβαρά!

    Γεγονός πάντως είναι πως δεν ξανακούστηκε να δείρει γυναίκα ο Νάκος. Όχι πως άλλαξε πολύ, αλλά φαίνεται πως ήταν πια πιο κοντά τα χέρια του.
    Όσο για μένα, δεν ανέφερα ποτέ κουβέντα γιατί πήρα στα σοβαρά την απειλή της! Τα λέω τώρα, γιατί έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια και, αν ποτέ συναντηθούμε, θα σκεφτώ τι δικαιολογία θα σκαρώσω!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Εκεί είναι η εκκλησία της και ο Θεός της

    Γράφει η Μαρία Κ για ένα τραγούδι που μας...

    Οι λέξεις που αγρίως μας ξυλοκοπούν

    Γράφει η Μαρία Κ. Το αδιόρατο, το μικρόTο ασήμαντο που...

    Δε βαριέσαι, εγώ ήξερα γιατί!

    Γράφει η Μαρία Κ. Έλα να σε βάλω εδώ στη...

    Ποιος έχει δίκιο;

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Η καμπάνα του Αι Νικόλα...
    -- Διαφήμιση --