31.8 C
Galatsi
Τρίτη, 2 Ιουλίου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Ξημερώνοντας τ’ Αη Γιαννιού

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης. Πίνακας εξωφύλλου Kaoru Yamada, Cafe Reverie.

    Το ότι οι κινητές γιορτές γιορτάζονται σταθερά σε συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας είναι γνωστό, όπως γνωστό είναι και το ότι οι σταθερές «πέφτουν» σε διαφορετικές μέρες. Το Πάσχα, ας πούμε, γιορτάζεται πάντα Κυριακή, αλλά σε διαφορετική κάθε φορά μέρα του μήνα, ενώ στα Χριστούγεννα, που γιορτάζονται στις είκοσι πέντε Δεκέμβρη πάντα, δεν συμπίπτουν με μια συγκεκριμένη μέρα τις εβδομάδας! Σταθερή ημερομηνία, αλλά διαφορετικές κάθε φορά μέρες ή σταθερή μέρα μεν, διαφορετικές ημερομηνίες δε! Αυτός είναι ο κανόνας κι αυτό λέει η λογική.

    Η διάκριση αυτή δεν είναι σημαντική για τις μεγαλογιορτές, όταν η αγορά κλείνει και οι άνθρωποι δεν εργάζονται, αλλά για τις μικρότερες, κατά τις οποίες οι αργίες είναι τοπικές, όπως και τα πανηγύρια, που γίνονται συνήθως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και διατηρούν ήθη και έθιμα παλιά, που καμιά φορά είναι ακόμη και προχριστιανικά!
    Στις περιπτώσεις αυτές συγκεντρώνεται πολύς κόσμος όταν τα μουσικά συγκροτήματα είναι γνωστά, όταν συμπίπτουν με την περίοδο των αδειών των εργαζομένων κι όταν η διαφήμιση κάνει το θαύμα της.

    -- Διαφήμιση --

    Μια τέτοια σταθερή γιορτή είναι κι αυτή του Αη Γιάννη στις είκοσι τέσσερις του Ιουνίου. Ο άγιος αυτός, ο Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού, εορτάζεται σ’ ορισμένες περιοχές με ιδιαίτερη λαμπρότητα και σε μερικές άλλες συνδυάζεται με προχριστιανικά και πυρολατρικά έθιμα και τελετές.

    Αγόρια και κορίτσια ανάβουν φωτιές και πηδούν από πάνω τους, λένε διάφορα στιχάκια με ευχές για υγεία και μακροημέρευση, αλλά κυρίως διάφορα έθιμα που έχουν να κάνουν με τη μαντεία για το  ποιον θα πάρει η κάθε μια.
    Έτσι ο Αη Γιάννης ο Φωτιστής ή Λαμπαδιάρης γίνεται και Κλήδονας, αφού την παραμονή της γιορτής του ένα κορίτσι, που έχει και τους δυο γονείς του, κουβαλά από τη βρύση μια στάμνα με νερό και δεν πρέπει σε κανέναν να μιλήσει σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής.
    Αυτό είναι το αμίλητο νερό, σ’ ανάμνηση της αλαλίας του πατέρα του προδρόμου, του Ζαχαρία. Σαν φτάσει κορίτσι στο σπίτι που είχαν από πριν επιλέξει, ρίχνει η κάθε μια ένα προσωπικό της αντικείμενο στη στάμνα και κλειδώνεται το νερό ως το πρωί της άλλης μέρας. Σαν κοιμηθούν το βράδυ, θα δουν το νέο που θα τις πάρει!

    -- Διαφήμιση --

    ***

    Άλλες εποχές, άλλα ήθη, που προσπαθούμε να τα κρατήσουμε ζωντανά και καταντούν μουσειακά εκθέματα, ή τα απορρίπτουμε και τ’ αποδοκιμάζουμε, αλλά παραμένουν ζωντανά και μας υποχρεώνουν να τ’ ανεχτούμε! Οι πιστοί περιμένουν τη γιορτή για να τιμήσουν τον Άγιο, οι νεαροί για να τηρήσουν το έθιμο και να διασκεδάσουν, οι υπόλοιποι απλά βρίσκουν μια ευκαιρία εκτόνωσης και κοινωνικής εκδήλωσης.

    Την παραμονή λοιπόν του Αη Γιαννιού, που εκείνη τη χρονιά ήταν Σάββατο, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί στα καφενεία του χωριού και γέμισε τις μικρές αίθουσες και τις αυλές τους, στις οποίες είχαν τοποθετήσει τραπέζια για το πανηγύρι της επόμενης μέρας.
    Το έθιμο του κλήδονα και του αμίλητου νερού αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τα κορίτσια και κάποιους που ήθελαν να τηρηθεί το έθιμο. Οι υπόλοιποι είχαν συγκεντρωθεί στα καφενεία ή το ταβερνάκι του χωριού κι απολάμβαναν τη μουσική των συγκροτημάτων που ήδη έπαιζαν και το χορό που δειλά-δειλά ξεδιπλώνονταν!
    Όσο οι μεζέδες και τα ποτά πύκνωναν, τόσο φούντωνε το κέφι και η διάθεση. Οι λαϊκές κομπανίες έπαιζαν διάφορα δημοτικά, δημοτικοφανή ή λαϊκοφανή τραγούδια κι οι χορευτές τ’ απολάμβαναν.

    Υπήρχαν όμως κι άλλοι, που προτιμούσαν πιο ήσυχους τρόπους διασκέδασης. Είτε για λόγους ιδιοσυγκρασίας είτε επειδή ήθελαν να βρεθούν και να κουβεντιάσουν με τους δικούς τους ανθρώπους και τους φίλους τους, προτιμούσαν το καφενείο, που δε θεώρησε σκόπιμο να βάλει κάποια ορχήστρα. Επέμεινε στο παραδοσιακό του ρόλο· να προσφέρει τους συνηθισμένους παραδοσιακούς μεζέδες και τα ποτά στους πελάτες του, οι οποίοι δεν ήταν, βέβαια, περαστικοί, αλλά σχεδόν μόνιμοι, όπως συμβαίνει συχνά στις κλειστές κοινωνίες.

    Ασφαλώς και υπήρχαν κι εκείνοι που έμεναν θαμώνες καφενείων επειδή απλά ήθελαν να πίνουν και δεν τους ήταν βολετό να το κάνουν σε χώρους άλλους απ’ αυτούς που είχαν συνηθίσει. Ένας τέτοιος ήταν κι ο Τάσος, ένας εξηνταπεντάχρονος αγρότης από το διπλανό χωριό, που αποφάσισε κι αυτός να πανηγυρίσει στο κεφαλοχώρι της περιοχής.
    Λεπτός, ξερακιανός, μελαχρινός ξεκίνησε κι αυτός για το πανηγύρι. Κοστούμι καθαρό, άσπρο πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα, που ερχόταν σ’ αντίθεση με τη λιγδιασμένη τραγιάσκα που φορούσε πάντα και δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Κι όταν τον ρωτούσαν γιατί επέμενε να τη φορά όταν ήταν «καλά» ντυμένος,
    –           Είμαι αγρότης, έλεγε. Δεν είμαι υπουργός!

    Οικογένεια δεν είχε κι έτσι κατέφευγε συχνά στην παρηγοριά του ποτού. Κανείς δεν ήξερε αν αυτή η μοναξιά του ήταν αποτέλεσμα του ποτού ή αν το ποτό ήταν αποτέλεσμα της μοναξιάς του. Ήταν κάποιος άτυχος έρωτας, κάποιες υποχρεώσεις που τον οδήγησαν σ’ αυτό τον τρόπο ζωής ή, απλά, έτσι ήθελε ή τα ’φερε η ζωή; Άγνωστο. Γεγονός πάντως ήταν πως είχε τελειώσει τη μέση εκπαίδευση κι είχε φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, το οποίο όμως δεν τελείωσε ποτέ. Το παράτησε κι αυτό και γύρισε μετά τη μεταπολίτευση στο χωριό του και προσπάθησε να συμμορφώσει και να εκμεταλλευτεί το μικρό κλήρο που οι γονείς του του άφησαν.

    ***

    Ώρες κοινής ησυχίας δεν υπάρχουν στα πανηγύρια. Οι άνθρωποι τρων και πίνουν όσο αντέχουν και διασκεδάζουν όσο μπορούν. Κατά έναν περίεργο λόγο οι οργανοπαίχτες αυξάνουν την ένταση των μεγαφώνων σε σημείο τέτοιο, που να καταντά ενοχλητική.
    Το περίεργο είναι ότι δε φαίνεται να ενοχλεί τα αμεσότατα θύματά της, που είναι οι ίδιοι οι μουσικοί, αφού αυτοί είναι υποχρεωμένοι ώρες πολλές να τα έχουν κοντά στ’ αυτί τους.
    Τεχνικός ήχου δεν υπάρχει! Κοστίζει! «Σκέτα», χωρίς δηλαδή μικροφωνική, δε βολεύει να παίζει η ορχήστρα ή να τραγουδά ο τραγουδιστής, γιατί είναι κουραστικό για τις φωνητικές του χορδές.
    Έχουν λοιπόν να επιλέξουν ανάμεσα στην κόπωση της φωνής και την επιβάρυνση της ακοής και διαλέγουν αυτό, του οποίου οι συνέπειες δεν είναι άμεσα αντιληπτές· δυναμώνουν την ένταση του ήχου και, κατά έναν περίεργο λόγο, μαζεύουν και περισσότερους θαμώνες!

    Ήταν, λοιπόν, στο καφενείο ο Τάσος, καθισμένος σε μια γωνιά με δυο ακόμα θαμώνες συνομήλικούς του, το Βαγγέλη και το Χάρη. Και οι τρεις χωρίς οικογένεια. Ο Βαγγέλης ήταν χήρος, άτεκνος. Η κυρά του έφυγε νωρίς, όταν ήταν κι οι δυο τους νέοι. Παιδιά δεν είχαν. Θα  μπορούσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του, αλλά δεν τα κατάφερε. Στην αρχή έπνιγε τον πόνο του στο ποτό, ώσπου στο τέλος τον έπνιγε ο πόνος και σχηματιζόταν αυτός ο φαύλος κύκλος που τον έσφιγγε, τον πονούσε και τον έβγαζε στο περιθώριο!

    Ο Χάρης πάλι δεν παντρεύτηκε, διότι ήταν εργένης από πεποίθηση. Όμορφο παιδί ήτανε, καλά περνούσε, τις περιπετειούλες του τις είχε κι αρνούνταν να κάνει σοβαρό δεσμό. Παιδιά κι υποχρεώσεις δεν είχε κι έτσι δεν τολμούσε να δεσμευτεί τώρα πια.
    –           Τι να κάνω τώρα! Έλεγε. Ή μικρός – μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου! Εγώ καλογέρεψα, Βαγγελάκη, και, μεταξύ μας, και κακογέρασα! Κατάλαβες;
    Και του έκλεινε πονηρά το μάτι.
    –           Και γιατί κακογέρασες, βρε παλικάρι; Μια χαρά σε βλέπω.
    –           Με βλέπεις μια χαρά γιατί δε βλέπεις καλά! Δεν ξέρω αν εσένα έρχεται τη νύχτα η κυρά σου και σου κρατά το χέρι, αλλά εμένα έρχεται η μοναξιά και μου ρίχνει κάτι χαστούκια τα βράδια! Κι έχει και βαρύ χάρι η άτιμη!
    –           Παιδί! Φέρε μια σειρά!

    Το «παιδί» ήταν ο Λάμπης, ο ιδιοκτήτης του καφενείου. Καλός ήταν και σβέλτος, παρά τα κιλά του και το αργό βήμα του. Πώς τα κατάφερνε και τους τα πήγαινε γρήγορα ήταν απορίας άξιο! Μια μέρα που τον ρώτησαν, έδωσε την εξήγηση: Σερβιτόρος που τρέχει και ιδρώνει δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά! Πάω αργά, γιατί βιάζομαι! Μια τέτοια απάντηση είναι πειστική; Μπορεί και όχι, αλλά οι άλλοι δεν ξαναρώτησαν. Μήπως κι αν ρωτούσαν θα τους απαντούσε διαφορετικά;

    Με τούτα και με τ’ άλλα πλησίαζε τρεις η ώρα κι αποφάσισαν να «αποσυρθούν από το προσκήνιο», όπως είπε ο Χάρης, διότι και «αύριο μέρα είναι»! Και τι μέρα! Πλήρωσαν, λοιπόν, το λογαριασμό και ξεκίνησαν ο καθένας για το δικό του σπίτι. Εννοείται πως πιο μακριά θα πήγαινε ο Τάσος. Σηκώθηκε πρώτος και χαιρέτισε. Αύριο πάλι.
    Είχαν πιει καμιά τριανταριά σειρές, που θα πει από τριάντα τσίπουρα ο καθένας και, προφανέστατα, δεν ήταν και πολύ νηφάλιοι.

    Σαν βγήκε έξω από το χωριό ο Τάσος μισοτρεκλίζοντας και τον χτύπησε ο καθαρός αέρας, προχωρούσε πια ασταθέστατα κάνοντας σχεδόν οχτάρια στο δρόμο. Συνειδητοποίησε πως είχε μεθύσει και, επειδή ήταν νύχτα κι αυτός δεν μπορούσε να προχωρά σταθερά, φοβήθηκε μην τον χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο. Έτσι αποφάσισε να «κόψει δρόμο» και να μπει μέσα από τα ακαλλιέργητα χωράφια και να φτάσει νωρίτερα και πιο σίγουρα στο χωριό.

    Επειδή όμως το χωράφι σ’ εκείνο το σημείο δεν είχε πόρτα, αποφάσισε να πηδήσει το μαντρότοιχο, που δεν ήταν και πολύ ψηλός, αφού το ύψος του δεν ξεπερνούσε τους εξήντα πόντους, χτισμένος με ξερολιθιά. Δρασκέλισε λοιπόν για ν’ ανέβει πάνω του, αλλά η αστάθεια και το αλκοόλ δεν του επέτρεψαν ν’ ανέβει κατακόρυφα. Πάτησε τον τοίχο ψηλά, αλλά στο πλάι, μ’ αποτέλεσμα να σωριαστούν κι οι δυο τους! Έτσι όμως έπεσε ο τοίχος απαλά κι αυτός πάνω από τα ξερολίθια,
    –           Ωπ! Είπε κι ξάπλωσε μαλακά πάνω στα ξερόχορτα κι αποκοιμήθηκε.

    ***

    Πέρασαν αρκετές ώρες. Είχε αρχίσει πια να χαράζει. Η καινούρια μέρα ερχόταν σιγά – σιγά. Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει. Η καμπάνα του Αη Γιάννη χτύπησε για τον όρθρο. Αχνά την άκουσε μέσα στον ύπνο του.
    –           Ποιος πέθανε; Αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα.
    –           Εσύ!

    Ήταν ο Λάμπης.
    Άνοιξε τα μάτια του. Είχε πια ξυπνήσει εντελώς κι είχε συνέλθει.
    –           Τι θέλεις εσύ εδώ; Ρώτησε τον καφετζή.
    –           Σε ψάχνω τώρα μια ώρα, του αποκρίθηκε. Είδα που δεν ήσουνα σόι, παράτησες και την τραγιάσκα σου κι είπα να σε βρω μην τα κακαρώσεις. Ευτυχώς που έπεσες πάνω από τον τοίχο! Ακόμα θα έψαχνα. Αλλά μόλις τον είδα γκρεμισμένο σκέφτηκα πως θα την έκανες εσύ κι έτσι σταμάτησα. Και πάνω στην ώρα χτύπησε και η καμπάνα και σε ξύπνησε.
    –           Ευχαριστώ για την τραγιάσκα, Λάμπη. Συγγνώμη για την ταλαιπωρία μετά από τόση κούραση.

    Πήρε το καπέλο και το φόρεσε.
    –           Θα γυρίσουμε πίσω για καφέ ή θα σε πάω στο σπίτι σου;
    –           Προτιμώ να πάω στο σπίτι να κάνω και κανένα μπάνιο και να έρθω το απόγευμα. Λέω να πάω μόνος μου και να μη σε ταλαιπωρήσω άλλο.
    –           Τώρα με ταλαιπωρείς! Είπε ο Λάμπης. Έλα! Ανέβα!
    Ο Τάσος καβάλησε στο πίσω κάθισμα του σκούτερ και ξεκίνησαν για το διπλανό χωριό!

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Δε βαριέσαι, εγώ ήξερα γιατί!

    Γράφει η Μαρία Κ. Έλα να σε βάλω εδώ στη...

    Ποιος έχει δίκιο;

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Η καμπάνα του Αι Νικόλα...

    Αδιάφορον!

    Γράφει η Άννη Νούνεση Η Ντάντα, η Τζούλια, η Ολύμπια...

    Βιασμός στο πλατό (trailer)

    Κριτική παρουσίαση της κινηματογραφικής ταινίας «Ο κακός ηθοποιός» από...
    -- Διαφήμιση --