21.7 C
Galatsi
Παρασκευή, 5 Ιουλίου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Παναγιά η γοργόνα, η δική μας Παναγιά

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Του Στρατή Μπαλάσκα στην ιστοσελίδα «Το Νησί»

    Ένα άρθρο του Μυτιληνιού εκπαιδευτικού και συγγραφέα Άρη Καλάργαλη που αναπαράγει παλιότερη δημοσίευση του μακαρίτη διανοουμένου Θανάση Παρασκευαίδη, σε συνδυασμό με μια φωτογραφία του Gaston Chérau (1872-1937), ο οποίος είναι γνωστός σαν «χειριστής Κ» του γαλλικού στρατού στην Ανατολή, αποκαλύπτει πώς εμπνεύστηκε ο Μυριβήλης την Παναγιά τη γοργόνα, «πρωταγωνίστρια» του γνωστού του βιβλίου.

    Και όχι μόνο αυτό αλλά και πού πραγματικά βρισκόταν αυτός ο προσκυνηματικός χώρος όπου ένας «λωλός» Μυτιληνιός είχε ζωγραφίσει μια Παναγιά, μισή γυναίκα και μισό ψάρι. Που έμελε όχι μόνο να γίνει «διάσημη» αλλά και στοιχείο της λαϊκής μας παράδοσης σε μόλις 70 χρόνια από την κυκλοφορία του βιβλίου. Όχι όμως τοποθετούμενη στο κάτω κάστρο της Μυτιλήνης όπου πραγματικά υπήρξε, αλλά στη Σκάλα Συκαμνιάς!
    Τι λέει λοιπόν ο Άρης Καλάργαλης στο άρθρο του που δημοσιεύτηκε το Δεκαπενταύγουστο του 2017 στην «εφημερίδα των Συντακτών»;

    -- Διαφήμιση --

    «Σε μια συζήτηση που είχε ο Μυριβήλης με τον Μυτιληνιό συγγραφέα Θανάση Παρασκευαΐδη, σε καφενεδάκι στα Τσαμάκια του Κάστρου, το 1962, του αποκάλυψε την ιστορία της Παναγιάς Γοργόνας και πώς την εμπνεύστηκε.
    «Ξέρεις», του είπε, «εγώ την Παναγιά Γοργόνα με τα ακρογιάλια της την έχω εμπνευστεί σ’ αυτά τα μέρη. Η Παναγιά Γοργόνα ζωγραφίστηκε στο εκκλησάκι κάτω από το Κάστρο της Μυτιλήνης στο βόρειο τοίχο, που τώρα είναι κατάλευκος από τον ασβέστη».

    Στην ίδια θέση ένας λωλός, το «Βουβό της Χιόνης», ζωγράφισε στις αρχές του 20ού αιώνα ολόσωμο σε φυσικό μέγεθος τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μιας και σχεδόν όλοι οι Μυτιληνιοί ήταν βενιζελικοί. Μετά τις εκλογές του 1920, στην ίδια θέση, ζωγράφισε ολόσωμο τον βασιλιά Κωνσταντίνο.

    -- Διαφήμιση --

    Και συνεχίζει την αφήγηση ο Μυριβήλης: «Για να μην σβήνει μια τον Βενιζέλο και μια τον Κωνσταντίνο, σκαρφίστηκε να ζωγραφίσει τη γοργόνα που παρίστανε την Παναγιά. Εδώ σε τούτο το μέρος εμπνεύστηκα το μύθο της Παναγιάς Γοργόνας».

    Πού είναι λοιπόν αυτό το εκκλησάκι κάτω από το βόρειο τείχος του κάστρου της Μυτιλήνης όπου υπήρχε η Παναγιά η γοργόνα του «λωλού» με το χαρακτηριστικό όνομα «το βουβό της Χιόνης»;

    Στην περιοχή κάτω από το βόρειο τείχος του κάστρου υπάρχουν και σήμερα, δυο παρεκκλήσια. Αυτό του Αϊ Γιάννη το οποίο όμως είναι πολύ νεότερο της εποχής όπου έδρασε «το βουβό της Χιόνης». Και το άλλο της Παναγιάς, χώρος προσευχής στην υπόγεια δεξαμενή νερού στο κάτω κάστρο της Μυτιλήνης. Μέχρι τώρα όλοι, (και ο υπογράφων με παλιότερη αρθρογραφία του), πίστευε ότι το παρεκκλήσι αυτό λειτούργησε ως τέτοιο σίγουρα μετά το 1925 – 1930 όταν τα σπίτια των ανταλλαγέντων με τη συμφωνία της Λωζάννης Τούρκων, μετατράπηκαν σε οίκους ανοχής.

    Άρα που ήταν το εκκλησάκι όπου είχε ζωγραφιστεί η Παναγιά η γοργόνα;

    Οι φωτογραφίες του Gaston Chérau που ακολουθούσε τα Γαλλικά και αποικιακά στρατεύματα κατά την παρουσία τους στη Μυτιλήνη στις μέρες του Α παγκοσμίου πολέμου δείχνουν πρόσφυγες του Α διωγμού (1914 – 1917 όταν και έφτασαν οι τελευταίοι πρόσφυγες από το περίκλειστο ως τότε Αϊβαλί) να έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια των Τούρκων στο κάτω κάστρο και γύρω από αυτό.

    Μια από αυτές δείχνει την είσοδο ενός υπόγειου παρεκκλησιού που αποδεικνύεται ότι είναι τέτοιο από ένα σταυρό στο υπέρθυρο. Ο βράχος πάνω στον οποίο έχει σμιλευτεί η είσοδος είναι ασπρισμένος καταπώς τον περιγράφει ο Μυριβήλης, ενώ στο πάνω μέρος του βράχου στέκει ένα κτίσμα. Πίσω από αυτό διακρίνεται το τείχος του κάστρου.

    Μπροστά στην πόρτα δυο γυναίκες χριστιανές με δυο παιδιά και ένας Γάλλος στρατιωτικός.

    Πότε είναι τραβηγμένη η φωτογραφία; Μεταξύ των ετών 1915 και 1918 όταν και στη Μυτιλήνη στα πλαίσια των επιχειρήσεων του Α παγκοσμίου πολέμου βρέθηκαν και Γαλλικά Στρατεύματα. Το γεγονός αποδεικνύει ότι ο «εκχριστιανισμός» αυτού του χώρου δεν έγινε από τις γυναίκες των οίκων ανοχής μετά το 1925 – 1930 για να καλύψουν τις λατρευτικές τους ανάγκες αλλά από τους πρόσφυγες του πρώτου διωγμού που κατοίκησαν σε αυτόν τον τούρκικο μαχαλά στο κάτω κάστρο της πόλης και που είχαν ανάγκη ενός χώρου για τις λατρευτικές τους ανάγκες.

    Πιθανά μη όντες αποδεκτοί στους ναούς της πόλης από ομοεθνείς και ομόδοξους – ομόθρησκους τους.
    Ο μεγάλος άσπρος βράχος της φωτογραφίας παραπέμπει στο χώρο που ζωγράφιζε «το βουβό της Χιόνης», μια το Βενιζέλο και μια το βασιλιά για να καταλήξει στην παναγιά τη γοργόνα που είχε δει ο Μυριβήλης.

    Η σύγκριση της φωτογραφίας με το σημερινό χώρο μπροστά στην είσοδο του παρεκκλησιού της Παναγιάς στο κάτω κάστρο αποδεικνύει ότι το σημερινό παρεκκλήσι είναι αυτό της φωτογραφίας του Gaston Chérau. Μια υπερύψωση του εδάφους και ένα κτίσμα μπροστά ώστε να διευκολύνεται η είσοδος είναι η πρώτη διαφορά. Η δεύτερη είναι ότι ο ασβέστης πλέον δεν υπάρχει. Προσεκτική παρατήρηση δείχνει ότι ο βράχος είναι ο ίδιος, Υπάρχει και ένα τμήμα του ντουβαριού που πατούσε πάνω στο βράχο. Και φυσικά τα τείχη του κάστρου.

    «Ίσα με το μεγάλο χαλασμό της Ανατολής, ο μπάρμπα Λιας ο dedes, ήταν ο μόνος ξενοτοπίτης ανάμεσα στους λίγους Σκαλιώτες. Τούτοι που γιομίζουν σήμερα το γιαλό με τις φαμίλιες τους και με τις βάρκες τους κι ανέστησαν ολάκερο χωριό με σημαντικό ψυχομέτρι, τη Σκάλα της Μουριάς, ήρθαν όλοι τους απ’ αντίκρυ σαν έγινε το μεγάλο κακό.

    Από εκεί απ’ αντίκρυ ξεκίνησαν κι ήρθαν όλοι τούτοι οι ψαράδες κι οι ναυτικοί, μια φαρμακωμένη μέρα. Φουκαράδες και ανεμμαλιάρηδες ήρθαν, με την ψυχή στο στόμα, ξυπόλυτοι κι αγριεμένοι. Μέσα στα τρομαγμένα μάτια τους κρατούσαν την κόκκινη αντιλαμπή από μια πλατιά πυρκαγιά. Ήρθαν με το μαύρο βρακί ανατραβηγμένο μέσα στο μαλλένιο ζουνάρι, φορούσαν στο κεφάλι τις βαριές Αϊβαλιώτικες κατσούλες από βελούδο ξεφτισμένο. Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγεμα και τα κύματα φούσκωναν μολυβιά δίχως να σπάνουν, όταν φάνηκαν οι βάρκες τους να ‘ρχονται» γράφει στην Παναγιά τη γοργόνα» ο Στρατής Μυριβήλης.

    Και συνεχίζει εξηγώντας από τότες τις σημερινές απορίες: «Και κανείς δεν στοχάστηκε πως εκείνη τη μέρα μέσα απο το κεφάλι του γερο κοσμοκαλόγερου {του ζωγράφου}, όπως μέσα από το κεφάλι του Δία, πήδηξε και στυλώθηκε πάνω στο μοναδικό θαλασσόβραχο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού μια καινούρια ελληνική θεότητα, που έδεσε με τον πιο θαυμαστό τρόπο όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής. Μιας φυλής που ζει και αγωνίζεται με τα στοιχειά και με τις φουρτούνες του κόσμου, η μισή στη στεριά κι η μισή στη θάλασσα, με το ινί και με την καρίνα, πάντοτε κάτω από μια θεότητα πολεμική, θηλυκιά και παρθένα».

    Παναγιά η γοργόνα, στη Σκάλα Συκαμνιάς ή στην Επάνω Σκάλα και το κάτω κάστρο. Παναγιά η Ρωμιά, Παναγιά η πρόσφυγας. Δουλεμένη και γεννημένη στο κεφάλι «του βουβού της Χιόνης» ή του γεροκοσμοκαλόγερου. Η δικιά μας Παναγιά.

    Η Παναγιά η γοργόνα (1948) Αποσπάσματα

    Περιγραφή

    Ο συγγραφέας, ύστερα από μια δραματική περιγραφή του ξεριζώματος του μικρασιατικού Ελληνισμού που φθάνει στα ακρογιάλια της ελεύθερης Ελλάδας για να ρίξει νέες ρίζες στα πατρογονικά χώματα, μας μεταφέρει στο ψαραδοχώρι που δημιουργούν οι νέοι πρόσφυγες. Ανάμεσα στον βασανισμένο αυτόν κόσμο των ψαράδων ξεφυτρώνει ένα εξωτικό πλάσμα, ένα κορίτσι παράξενο με εκθαμβωτική ομορφιά, που γίνεται το ερωτικό κέντρο και η συνεχής αγωνία του πληθυσμού.

    Αποσπάσματα

    Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του πουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεώρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί «της Παναγιάς τα Ράχτα». Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει την χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγροκαιριές της Ανατολής. Όσο γέρνει η μέρα σκουραίνουν οι ίσκοι μέσα στα νερά και τα ράχτα ροδίζουνε στον ήλιο με το χρώμα του ξερού τριαντάφυλλου. Τη νύχτα ο όγκος τους ξεκόβει ψηλός και σκοτεινός μες από την ισάδα της ακρογιαλιάς και του νερού. Στέκεται σα δραγάτης και ξαγρυπνά πάνω από τα μαγαζάκια και τα λίγα σπίτια της Σκάλας. Οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν και ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούβες και στα σπηλάδια, να βράσουν την κακαβιά. Οι μεγάλοι ίσκοι τους κουνιούνται με την αντιλαμπή στ’ ασβεστωμένα ντουβάρια της Παναγιάς και πάλι χάνουνται. Το ξωκλήσι δεν είναι να πεις τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεχτονική σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια.

    Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ’ ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο – Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγίας τα ράχτα. Γλίτωσε μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι’ αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.


    Έχει ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. Έχει ακόμα κ’ ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας. Αυτό το ξύλο είναι λάφυρο από τη ναυμαχία της «Έλλης» και το παρακύλησε το κύμα ως εδώ γύρω. Το περιμάζεψαν οι χωριανοί, και σα λευτέρωσε ο «Αβέρωφ» το νησί, το σήκωσαν εκεί και ισάρισαν μια μεγάλη γαλανόλευκη να παίζει χαρωπά με τον αγέρα κάθε Κυριακή, να τη βλέπουν και να καμαρώνουν.
    Όμως κατόπι πλάκωσαν δίσεχτα χρόνια. Οι αγέρηδες κομμάτιασαν σιγά – σιγά τη σημαία, οι πόλεμοι, η φτώχεια και οι πολιτικάντηδες μάραναν τον ενθουσιασμό των ανθρώπων, και κανένας πια δεν είχε την όρεξη να γνιαστεί για μια καινούργια σημαία. Έτσι το ψηλό κατάρτι απόμεινε να σκεβρώνει και να ξεβάφει μέσα στον ήλιο και στις φουρτούνες.

    Τα πρωτινά χρόνια, πριν αρχίσουν οι πόλεμοι, άναβε ακοίμητη μιαν ασημένια καντήλα μπροστά στο ξυλένιο τέμπλο. Το φωσάκι της φαινόταν κάθε νύχτα ν’ αγρυπνά πίσ’ από το γαλάζιο τζάμι του στρογγυλού φεγγίτη. Ήταν το ήμερο μάτι της μικρής εκκλησίας. Κοίταζε με έγνια μες απ’ το σκοτάδι τα κύματα να ξεδιπλώνουνται με τάξη, τα σπιτόπουλα και τις βάρκες να κοιμούνται, τον απέραντον ελιώνα να σαλεύει και να ψιθυρίζει με πολλές μικρές και μυστηριώδικες φωνές κάτω από τ’ αμέτρητα άστρα.

    Αυτό γινόταν όσο κατοικούσε μέσα στο κλησάκι ο καπτα – Λιάς, που τον παρανόμιαζαν και dεdέ, γιατί ζούσε κει μέσα ολομόναχος, σα μουσουλμάνος καλόγερος στον « τεκέ » του. Αυτός φρόντιζε νάναι όλα παστρικά και γυαλισμένα, οι μαλτεζόπετρες χάμου, τα τζάμια και οι μπρούντζοι, κ’ η καντήλα, να μην της λείπει το λάδι και το φρέσκο καφτούρι στη μικρή σημαδούρα.

    Εκεί μέσα είχε τα σύνεργα και το γιατάκι του, μια παλιά γούνα αιβαλιώτικη, που τυλιγόταν μέσα στις προβιές της το χειμώνα. Το καλοκαίρι και τις χειμωνιάτικες μέρες πούκανε λιακάδες, σα δεν είχε δουλειά, καθότανε ξαπλωμένος στα ράχτα και λιαζόταν. Χουζούρευε ανάσκελος, με το πρόσωπο κατάφατσα στον ουρανό, συλλογιόταν και κάπνιζε μια πίπα από μαύρο γιούσουρο. Τις καλοκαιριάτικες νύχτες κρέμαζε τα πόδια του απ’ το γκρεμό και χάζευε ώρες κατ’ από τ’ άστρα. Τότες ακουγόταν να ξεκουκίζει το κομπολόι του από κερασόχρωμες κοκαλένιες χάντρες.

    Κανένας δε θυμόταν πούθε τάχα να ξενέρισε κείνος ο άνθρωπος πάνω σε τούτο το βράχο. Οι γέροι Μουριανοί που πρόφτασαν και τόνε γνώρισαν, άλλος από τον Τσεσμέ τον κάνει, άλλος από τ’ Αλάτσατα. Ό ίδιος δεν τόστρεξε ποτές ν’ ανοίξει το στόμα πάνω στη ζωή του. Και μια φορά που τόνε ρώτησε ένας αστόχαστα από πού είναι, σώπασε κάμποσο, υστέρα του απάντησε κοιτάζοντας μακριά: «Από τούτο τον κόσμο είμαι και γω, γιε μου. Πατριωτάκια είμαστε, βλέπεις». Τώρα, είναι χρόνια που σηκώθηκε κ’ έφυγε (κανένας δεν έμαθε πού πήγε και πότε πέθανε), ακόμα κι ακόμα η κουβέντα του γυρίζει από στόμα σε στόμα, σαν παραμύθι και σαν παροιμία: «Από τούτο τον κόσμο είμαι κ’ έλόγου μου, πατριωτάκια. είμαστε, γιε μου».

    Οι πιο παλιοί που τον θυμούνται λεν πως τον έφτασαν ένα γέρικο, γεροδεμένο σκαρί. Παστρικός στα ρούχα του, με άσπρη γενειάδα απλωμένη στο φαρδύ στέρνο, πάνω στη μαβιά ναυτική φανέλα, σκορπούσε γύρω έναν αγέρα από καλοσύνη και σέβαση. Σα στεκότανε μπροστά στο μικρό ξωκλήσι, έτσι μεγαλόκορμος, με τα μπράτσα στις δυο πετρένιες παραστάτες της πόρτας, έδινε την εντύπωση πως φορούσε το κλησάκι στη ράχη όπως ο κόχυλας το καβούκι του.

    Μόλις ξεχώριζε μακριά νάρχεται κανένα καΐκι με ρότα για το λιμάνι, το παρακολουθούσε με τα καθάρια μαβιά μάτια του ώσπου κόντευε. Τότες πετιόταν απάνω σβέλτος κι αλαφρύς, κ’ έτρεχε στο μόλο ν’ αρπάξει στα πεταχτά και να θελιάσει κάβο στη δέστρα. Σαν ήταν άβολος ο καιρός και δεν του άρεζε η μανούβρα, έβαζε τα χέρια χουνί κ’ έδινε από την άκρα του μόλου τα όρντινα στον καπετάνιο που δεν ήξερε τα νερά και ρεζιγάριζε να καθίσει σε καμιά ρηχοπατιά. Κάθε επέμβαση τέτοιας λογής σκυλιάζει τους ναυτικούς, όμως με τον καπτα-Λιά ποτές κανένας δε θύμωσε. Τόσο σωστός ήταν ό λόγος του και με τόσο καλοσυνάτον τρόπο έκανε το κάθε τί.

    Μέσα στο κλησάκι φύλαγε μια μικρή σανιδόκασα. Εκεί μέσα είχε τα σύνεργα του. Ντενεκεδάκια με λαδομπογιές, νερομπογιές και πινέλα. Μια ματσόλα, μια σφήνα, κάτι στουπιά, πίσσες και τέτοια, όλα χρειαζούμενα για το καλαφάτισμα και τα μερεμέτια του σκαριού. Ήτανε την πάσαν ώραν έτοιμος να δώσει ένα χέρι στο παλάμισμα, στο πάστρεμα, στο φόρτωμα της σαβούρας. Όμως η χαρά και το μεγάλο μεράκι του ήταν να ζουγραφίζει γοργόνες και λουλούδια στις μάσκες των καϊκιών που τούδιναν να μπογιαντίσει. Όλες οι γοργόνες του χαμογελούσανε σαν τα αρχαϊκά είδωλα. Και στο δικό του πρόσωπο ήταν το ίδιο το χαμόγελο. Έξαλλου κι όλα τα λουλούδια του είχανε χρώματα αφύσικα. Έβαφε τα τριαντάφυλλα του γαλάζια, πράσινα ή ασημιά, έκανε τα φύλλα βυσσινιά ή μαβιά, ανάλογα με τη μπογιά που του χτυπούσε στο μάτι κατά το κέφι της στιγμής.

    Τούλεγαν οι ναυτικοί :
    — Κόκκινα, μαθές, είναι τα τριαντάφυλλα, καπτά – Λιά. Πώς γίνεται και τα δικά σου είναι πράσινα σαν τα τσάγαλα!
    — Έδετσι είναι τα δικά μου, απαντούσε κείνος και χαμογελούσε δίχως να σηκώνει κεφάλι. Κόκκινα κι άσπρα τριαντάφυλλα βρίσκεις σ’ όλα τα περβόλια, γιε μου. Γαλάζια και πράσινα μόνο ετούτα είναι σ’ όλο το ντουνιά.

    Τόνε πλέρωναν οι καπεταναίοι κ’ οι καραβοκύρηδες με οκαδιάρικα πακέτα καπνό, από το κοντραμπάντο της Ανατολής, τυλιγμένα σε μενεξελί χοντροχάρτι. Του γέμιζαν τα πανεράκια με ξερά σύκα, αλατισμένες ελιές και γαλέτα, τούδιναν καρπούζια και κουκιά, ό,τι είχανε στ’ αμπάρι. Καμιά φορά τούβαζαν στο χέρι και ασημένια μετζίτια. Όμως και τίποτα να μην έπαιρνε πάλι δεν κακοκάρδιζε. Μάζευε τα σύνεργα σαν τέλειωνε η δουλειά κι ανέβαινε στα ράχτα γελαζούμενος. Μόνο, πριν ξεμακρύνει, κοντόστεκε, σταματούσε τρεις δρασκελιές από το καΐκι που ζωγράφιζε. Έγερνε έτσι – δα λίγο κατά τον ώμο το κεφάλι, ακουμπούσε ανοιχτή την απαλάμη πάνω στη γενειάδα και καμάρωνε με μισόκλειστα ματόφυλλα τα πλουμιά και τις γοργόνες του. Έκανε μια μικρή κίνηση με το χέρι.

    — Άιντε και συ, έλεγε σα να το ξεπροβοδούσε. Άιντε στο καλό !

    Στο πλεούμενο τόλεγε για στη γοργόνα, ποιος ξέρει. Θα τάβλεπε, λέγω, μες -στη φαντασία του και τα δυο ν’ αρμενίζουν τις μεγάλες θάλασσες, να πλευρίζουν τις μακρινές στεριές που τις λαχταρούσε η καρδιά του και που αυτός ποτές πια δε θα τις ξαναχαιρόταν.

    Απ’ όλα τούτα τα φερσίματά του, οι χωριανοί έβγαζαν πως ο μπάρμπα – Λιάς ο δεδές θάτανε, δε γίνεται, κανένας ξεπεσμένος καπετάνιος, αποπαίδι της θάλασσας. Κανένα από κείνα τα βασανισμένα κορμιά, που παραπετά το πέλαγο αψήφιστα στη μια και στην άλλη, σαν τα γλειμμένα κούτσουρα που κατεβάζει ο καιρός ως εδώ, συνεπαρμένα, ποιος ξέρει από ποιές στεριές, κατεβασμένα από ποιές νεροποντές της Μικρασίας.

    Εκεί αντίκρυ, βλέπεις, όλα είναι μεγάλα. Σαν τη στεριά της Ανατολής είναι μεγάλα. Και τα καλά της κ’ οι φουρτούνες που τη δέρνουν. Έτσι οι πόταμοι κουβαλούν κάτι θεόρατα ξεριζωμένα δρυά, παλαιικά δέντρα, κατοχρονίτικα και βάλε. Οι κατεβασιές τα παραδίνουν στη θάλασσα ύστερ’ από πολύν παραδαρμό. Κ’ η θάλασσα πάλι τα παίρνει και τα βασανίζει από τη μια στεριά ως την άλλη, τα γδέρνει από το πετσί τους, τα γλείφει, τα ποτίζει άρμη και τα στρογγυλεύει. Τα γυαλίζει από παντού.

    Λοιπόν, ύστερ’ από μια γερή τραμουντάνα, τα βρίσκεις μισοχωμένα στην αμμουδιά, ν’ ασπρολογούν στον ήλιο, θεόρατα κατακλυσμικά σκέλεθρα. Τίποτα πια δε θυμίζουν από το βουνό κι από το ξύλο, έτσι που ξεβγαίνουν μες από το νερό. Πιάνουν γλιστερό μούσκλι, οι κουφάλες τους γιομίζουν μικρά φαγάνικα καβούρια και σαλιγκάκια, όμως δε σαπίζουν. Απομένουν και μουσκεύουν στον ίδιον τόπο βδομάδες και μήνες, γίνουνται ένα με το τοπίο, δένουν με το περίγυρο. Όπου πηγαίνεις ξάφνου ένα πρωί να σεργιανίσεις τ’ αμμογιάλι και απορείς που δεν τα βρίσκεις πια. Ο αγέρας πούβγαλε τη νύχτα η στεριά τα ξερίζωσε, τα σήκωσε και τα παράδωσε πάλι της θάλασσας. Ατέλειωτα να παραδέρνουν στα χέρια της Μοίρας, που κυβερνά τα πράματα με τον ακατανόητο νόμο της, το ίδιο σαν τους ανθρώπους. Ψάχνεις και δε βρίσκεις μηδέ το γιατάκι τους για σημάδι μέσα στον άμμο.

    ‘Έτσι έρημος, άσπρος κι ακατέλυτος ήταν κι ο καπτα -Λιάς, έτσι και χάθηκε πάν’ από της Παναγίας τα ράχτα ο δεδές ένα πρωινό. Σ’ όλο το χωριό απάνω, και στο λιμάνι κάτω,, παραξενοφάνηκε τότες το πώς γίνεται νάφυγε αυτός και ν’ απόμειναν πίσω τα ράχτα και το ξωκλήσι, τ’ αδειανό θολάμι του. Αμ’ πώς αλλιώς. Τον ξεσήκωσε και τον πήρε ακόμα μια φορά τα παραδείρι της αλήτισσας ζωής του σαν ήρθε η ώρα να τον καλέσει. Χάθηκε ένα πρωί, μεσοκαλόκαιρα του 1914, και την άλλη μέρα άραξαν στο νησί οι πρώτοι πρόσφυγες της Ανατολής. Κανένας δεν έμαθε για που τράβηξε ο δεδές και γιατί άφησε ξαφνικά το καυκί του. Όμως γύρισε ένας λόγος από στόμα σε στόμα, πως μπορεί νάταν κανένα πρόσωπο από την Ανατολή, που ο καπτα – Λιάς δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το ξαναντικρίσει στη ζωή του. Τόσο μόνο. Καμιά γυναίκα; Κανένα αχάριστο παιδί; Ποιος μπορεί να ξέρει πόσων ειδών είναι το σαράκι που δαγκάνει την ανθρώπινη καρδιά. Όσοι είναι οι άνθρωποι τόσω λογιών είναι και τα μεράκια που τους παιδεύουν. Ο καπτα – Λιάς ο ίδιος έλεγε μια σημαδιακή κουβέντα, που ως τα σήμερα απόμεινε ν’ ακούγεται στο στόμα των χωριανών. «Καθένας κι ο νους του, έλεγε. Καθένας κι ο θεός του». Λέω πως πολύ θα συλλογίστηκε πάνω στα βάσανα της ζωής και τα φυσικά των ανθρώπων αυτός ο γέρος, για να κατασταλάξει σε τούτον το βαθυστόχαστο λόγο.

    Τώρα ο dεdές δεν είναι πια εδώ. Θεός ξέρει πού λιώνουν τα κόκαλα του. Όμως στο λιμάνι της Παναγίας, κι απάνω στο χωριό, ζει ως τα σήμερα το παραμύθι της ζωής του, κ’ οι ψαράδες ξαναλένε τις αξέχαστες κουβέντες του σαν τα βαγγέλια.

    Σαν ακούστηκε τότες, ύστερ’ από τον πόλεμο του 12-13, πως οι Τούρκοι θα διώξουν από την Ανατολή το χριστιανόκοσμο, είπε στους ταραγμένους χωριανούς: «Μην κάνετε δα έτσι. Όλοι για προσώρας είμαστε όπου και να πάμε. Μόνο, το νου μας, νάχουμε τον μπόγο δεμένο για παρτέντζα την πάσαν ώρα. Κ’ ένα μαχαίρι, να κόψουμε γρήγορα την πρυμάτσα …»

    ‘Έτσι έγινε και μ’ ελόγου του.

    Σαν ήρθε η ώρα της παρτέντζας, πήρε στη ράχη το μπογαλάκι με τα σύνεργα του, έκοψε με αλύγιστη καρδιά την πρυμάτσα της αραξιάς του και χάθηκε. Όμως απόμεινε πίσω τ’ όνομά του, απόμεινε ακόμα, αύτη πάνω απ’ όλα, μια παράξενη ζουγραφιά, που την άφησε στορισμένη πάνω στον τοίχο της μικρής εκκλησίας. Στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ’ αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης.

    Το κεφάλι της είναι έτσι όπως το ξέρουμε από τις τοιχογραφίες της Πλατυτέρας. Πρόσωπο μελαχρινό, ψιλοσήμαδο, συσταζούμενο στην έκφρασή του. Έχει στρογγυλό πηγούνι, μυγδαλωτά μάτια και μικρό στόμα. Έχει βυσσινί μαφόρι ως το κούτελο, έχει και το κίτρινο τ’ αγιοστέφανο γύρω στο κεφάλι, όπως όλα τα κονίσματα.



    Ο ερχομός της άνοιξης στην αιγαιοπελαγίτικη σκάλα

    Στ’ ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα. Ένα πρωί ο αγέρας φέγγει πιο γαλάζιος, τα κύματα ξεδιπλώνουν στον άμμο το νέο ρυθμό με κοντές αναπνοές. Το πέλαγο μυρίζει φρεσκάδα, παντού το κεντάνε σύντομες απανωτές αστραψιές. Τότες ανοίγουν πάνω στα τρεμουλιάρικα νερά κύκλοι ασημένιοι, μ’ ένα χρώμα σαν το στήθος του παγονιού. Είναι αμέτρητοι, ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας κυνηγά τον άλλον. Έτσι ως τον ορίζοντα. Από τη μέση, από την καρδιά του ανθού της θάλασσας, βγαίνει η άνοιξη του Αιγαίου. Η Αναδυόμενη. Παντού πεταρίζουν άσπρες, γαλανές φτερούγες. Γιορτάζει ο αγέρας, η στεριά, τα λαφριά σύννεφα κι ο μεταξωτός ουρανός. Τα καράβια μέσα στο λιμάνι ισάρουν όλα τα πανιά να στεγνώσουν, κ’ είναι να κάθεσαι να τα βλέπεις. Στις ρηχοπατιές σειούνται, πιασμένα από τις μαλλιασμένες πέτρες του βυθού, λιγνά, μακριά τσουνιά από νερολούλουδα. Τα φύλλα τους είναι ζωντανά, είναι ξανθιά. Απλώνουν ράθυμα κάτι νήματα από μαλακό μάργαρο, και κρεμάζουν αρμαθιές από μικρούς καρπούς, χρώμα άγουρο κερασί. Παντού είναι το πανηγύρι της νέας νιότης, που ξαναβαφτίστηκε στην αιώνια χαρά του Θεού. Χιλιάδες μικρά χρωματιστά ψάρια συνθέτουν, και πάλι στη στιγμή τσακίζουν τα μωσαϊκά του βυθού. Αμέτρητα σαλιγκάκια, μικρά σα σπόροι του ροδιού, σηκώνουν στο φρέσκον ήλιο το σουβλερό καφκί τους, ψιλοδουλεμένο με πορτοκαλιά πλουμίδια. Έχουν τριανταφυλλιά νυχάκια, βγαίνουν και βοσκίζουν λαίμαργα το χνούδι από τις μουσκλιασμένες γιαλόπετρες. Απλώνεις να τα πιάσεις, και κείνα, μόλις νιώσουν από πάνω τους τον ίσκιο του χεριού, αφήνουν μπόι και βουλιάζουν, αμμοκούκουτσα ανάμεσα στ’ άλλα του βυθού. Τρέχα να τα βρεις.

    Έτσι βγαίνει η Άνοιξη από το Αιγαίο, βγαίνει από τα νερά και προχωρεί.

    Καμίνι
    Καμίνι
    Μέλος της συντακτικής ομάδας του KAMINI.GR

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Εκεί είναι η εκκλησία της και ο Θεός της

    Γράφει η Μαρία Κ για ένα τραγούδι που μας...

    Οι λέξεις που αγρίως μας ξυλοκοπούν

    Γράφει η Μαρία Κ. Το αδιόρατο, το μικρόTο ασήμαντο που...

    Δε βαριέσαι, εγώ ήξερα γιατί!

    Γράφει η Μαρία Κ. Έλα να σε βάλω εδώ στη...

    Ποιος έχει δίκιο;

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Η καμπάνα του Αι Νικόλα...
    -- Διαφήμιση --