26.3 C
Galatsi
Παρασκευή, 5 Ιουλίου, 2024
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

    Τηλεόραση με δοκιμή

    Ημερομηνία:

    -- Διαφήμιση --

    Ένα διήγημα του Γιώργου Δ. Μπέτη

    Το ανοιχτό φορτηγάκι έστριψε στο χωματόδρομο και σταμάτησε για λίγο. Η δεξιά του πόρτα άνοιξε κι ένας νεαρός κατέβηκε. Προχώρησε ως το περιφραγμένο οικόπεδο, που ήταν στη γωνιά, κι έριξε μια ματιά στην πινακίδα του δρόμου. Ύστερα γύρισε και ξαναμπήκε στο φορτηγό.

    – Αυτός είναι ο δρόμος, είπε στον οδηγό.

    -- Διαφήμιση --

    Εκείνος κούνησε το κεφάλι του πάνω-κάτω και το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση έσχατης περιφρόνησης. Κοίταξε το χωματόδρομο ίσια μπροστά του, τις παράγκες που απλώνονταν δεξιά κι αριστερά του, το παλιό λεωφορείο που, χωρίς ρόδες πια, είχε μεταβληθεί σε κατοικία.

    – Και τώρα πού στο διάολο είναι το δεκαπέντε; Είπε. Να πάρει και να σηκώσει! Όταν μας στέλνουν στις εκτός σχεδίου περιοχές, μας βγάζουν το Χριστό! Άντε τώρα σε τούτα εδώ τα καλύβια να βρεις νούμερα! Δε γυρνάμε να φύγουμε;

    -- Διαφήμιση --

    – Δε θα ’ναι σωστό, είπε ο άλλος. Στο κάτω-κάτω της γραφής τι σε μέλει; Θα ψάξουμε κι άμα δεν το βρούμε, γυρίζουμε πίσω. Στο μεταξύ η ώρα περνάει! Μήπως μας νοιάζει αν θα δώσουμε ή όχι καμιά συσκευή; Μεγάλη υπόθεση το ωράριο! Μονολόγησε και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πονηρό χαμόγελο.

    – Τέλος πάντων.

    Το αυτοκίνητο ξεκίνησε μαρσάροντας και σκαμπανεβάζοντας άρχισε να προχωράει πνίγοντας τα χαμόσπιτα στη σκόνη. Στην πρώτη παράγκα που συνάντησε δεξιά του σταμάτησε.

    Ο νεαρός ξανακατέβηκε. Στάθηκε μπροστά στη φραγμένη από δικτυωτό σύρμα πόρτα της αυλής. Ένα αγοράκι ως τεσσάρων χρόνων βουτηγμένο στη βρόμα, τη σκόνη και τη μύξα του έκλαιγε. Φορούσε μια λερή φουστίτσα που τώρα φαινόταν βαθιά καφετή. Ποιος ξέρει ποιο να ’ταν το χρώμα της!

    – Ε μικρέ! Φώναξε.

    Εκείνος όμως βγάζοντας μια τσιριχτή κραυγή χάθηκε στην παράγκα. Αλλά σχεδόν αμέσως μια γυναίκα πρόβαλε στην πόρτα του παραπήγματος. Ήταν περίπου τριάντα χρονών, μα πρόωρα γερασμένη. Φαινόταν πενηντάρα!

    – Τι θέλετε; Είπε, βλέποντας το νεαρό.

    Ο μικρός πήρε θάρρος και βγήκε κι αυτός στην πόρτα και χώθηκε μυξοκλαίγοντας στα φουστάνια της μάνας του.

    – Με συγχωρείτε, είπε εκείνος. Μήπως ξέρετε πού είναι εδώ κοντά το δεκαπέντε;

    – Ψάχνετε εδώ για αριθμούς; Του είπε μισοειρωνικά. Δε βλέπετε τι γίνεται; Ο καθένας βάζει όποιο νούμερο τον βολεύει.

    – Τις πoυτάvες τις ερευνήτριες! Μουρμούρισε ο νεαρός. Και γυρνώντας προς τη γυναίκα:

    – Περιμένετε μισό λεπτό, παρακαλώ.

    Βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή που μόλις εμφανίστηκε στην αγορά η τηλεόραση, ως καινούρια επαναστατική συσκευή που υπόσχονταν ν’ αλλάξει τα πάντα στον κόσμο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας. Ήταν βεβαίως ογκώδης κι ασπρόμαυρη, πρόβαλλε μόνο προγράμματα δύο τηλεοπτικών σταθμών και γι’ αυτό ήταν πανάκριβη για το βαλάντιο του φτωχού και μικρομεσαίου καταναλωτή. Αυτή ακριβώς την ακρίβεια προσπαθούσαν να κρύψουν κάποιες εταιρίες και πουλούσαν με δόσεις τις συσκευές, αφού όμως πρώτα τις τοποθετούσαν στο χώρο του πελάτη δωρεάν για ένα δεκαήμερο. Αυτό ήταν το δόλωμα. Τ’ άλλα τα ρύθμιζε η συνήθεια. Οι ερευνήτριες, λοιπόν, έψαχναν κι έβρισκαν τους υποψήφιους πελάτες.

    Γύρισε λοιπόν ο νεαρός τρέχοντας στ’ αυτοκίνητο, πήρε μια κατάσταση και ξαναπήγε στο συρματόπλεγμα της αυλής.

    – Ο κύριος Τσαφτέλης μήπως ξέρετε πού μένει; Ρώτησε και του ’ρθε να γελάσει μόλις είπε τη λέξη «κύριος».

    – Εδώ. Τι τον θέλετε; Αποκρίθηκε η γυναίκα και στο πρόσωπό της απλώθηκε μια έκφραση τρόμου.

    Ο νέος ξεφύσηξε μ’ ανακούφιση.

    – Να περάσω και τα λέμε από κοντά;

    – Γιατί όχι;

    Έσπρωξε την εξώπορτα κι εκείνη άνοιξε κάνοντας μια ημικυκλική γραμμή στο χώμα της αυλής.

    – Ελάτε μέσα. Του πρότεινε η γυναίκα.

    Προχώρησε, μπήκε στο χαμόσπιτο και κρατήθηκε να μη φωνάξει από αγανάκτηση. Δεξιά του, πάνω σ’ ένα παλιόκουτο, ήταν μια συσκευή υγραερίου και πάνω της μια κατσαρόλα που έβραζε. Αριστερά του μια κουρελού παράσταινε την πόρτα. Η γυναίκα την παραμέρισε και φάνηκε ένα δωμάτιο μικρό. Στη μια του πλευρά, κάτω απ’ το μοναδικό παράθυρο, ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι στρωμένο με γκρι τριμμένες κουβέρτες. Στη μέση ένα ξύλινο τραπέζι χωρίς τραπεζομάντιλο. Από πάνω του κρεμόταν η λάμπα του ηλεκτρικού. Τρεις ξύλινες καρέκλες συμπλήρωναν την επίπλωση.

    – Περάστε, του είπε ευγενικά η γυναίκα. Μας συγχωρείτε που είμαστε σ’ αυτά τα χάλια. Συμπλήρωσε.

    Κι αφού μπήκε στο δωμάτιο:

    – Καθίστε.

    Κάθισε στην πιο κοντινή του καρέκλα, που έτριξε κάτω από το βάρος του. Ξανάριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Παρ’ όλη τη φτώχεια του δε φαινόταν και πολύ βρόμικο. Αφού πέρασαν κάμποσα δευτερόλεπτα, η γυναίκα μίλησε πρώτη. Λοιπόν;

    Ο νεαρός κόμπιασε λίγο κι ύστερα:

    – Είχαν έρθει πριν μερικές μέρες στο σπίτι σας δυο κοπέλες της ΠΑΝΕΞΥΠ και σας ρώτησαν αν θέλετε να σας φέρουμε μια τηλεόραση δοκιμαστικά, για δέκα μέρες.

    Εκείνη χαμογέλασε.

    – Με ρώτησαν πολλά. Κάτι μου είπαν για το ραδιόφωνο, κάτι για κάποιες οδοντόκρεμες, κάτι για τις ελεύθερες ώρες μου… Κάτι, να πούμε, σα μια έρευνα αγοράς.

    – Ναι, μίλησε τέλος, έχετε δίκιο, αλλά εμείς είμαστε από την τηλεόραση. Λοιπόν; Θα θέλατε να σας αφήσουμε μία για δέκα μέρες;

    – Και τι θα πληρώσω;

    – Τίποτα!

    Η γυναίκα χαμογέλασε. Μια έκφραση ικανοποίησης απλώθηκε στο πρόσωπό της.

    – Μπορείτε να περιμένετε λίγο;  

    – Ναι, αποκρίθηκε ο νέος και σκέφτηκε την ώρα που περνούσε. Μόνο που πρέπει να φωνάξω και το συνάδελφο από τ’ αυτοκίνητο.

    – Γιατί όχι; Απάντησε ρωτώντας η γυναίκα.

    Και γυρνώντας προς το μικρό, που όλη αυτή την ώρα δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από το φουστάνι της

    – Λάκη, τρέξε να φωνάξεις τον πατέρα σου.

    Ο νεαρός βγήκε στην πόρτα της παράγκας κι έκανε νόημα στον οδηγό να περάσει, ενώ ταυτόχρονα ο μικρός εξαφανιζόταν τρέχοντας προς τη δεξιά μεριά του δρόμου.

    Σε λίγο φάνηκε στην πόρτα ο Θοδωρής, ο οδηγός, και η κυρία του σπιτιού τον πέρασε κι εκείνον στο μοναδικό δωμάτιο. Τα μάτια του συναντήθηκαν με τα μάτια του νέου κι αμέσως κατάλαβαν ο ένας τον άλλον. «Χαμένος κόπος, βέβαια, αλλά τι φταίνε αυτοί; Ούτε τους πελάτες μπορούσαν να διαλέξουν ούτε τους συνεργάτες τους. Ας διάλεγε η εταιρία τις ερευνήτριες κι ας έβρισκε καλύτερα κορίτσια, για να κάνουν πιο σωστή δουλειά. Όχι μπαίνουμε όπου να ’ναι μόνο και μόνο για να συμπληρώσουμε περισσότερα δελτία παραγγελίας!»

    – Τι να την κάνουμε εμείς την τηλεόραση; Έσπασε πρώτη τη σιωπή η γυναίκα. Δε βλέπετε τα χάλια μας; Με ένα κατοστάρικο μεροκάματο κι αυτό όχι κάθε μέρα τι να βγει; Τα εισιτήρια του άντρα μου, ο γιατρός του παιδιού ή τα έξοδα του σπιτιού; Τέλος πάντων! Ας έρθει κι εκείνος και κουβεντιάζετε μαζί του.

    – Πώς ζείτε εδώ; Ρώτησε ο οδηγός.

    – Δε βαριέστε! Το σπίτι είναι δικό μας. Τι να κάνουμε; Ποιος το παίρνει γι’ αντιπαροχή να το δώσουμε; Μην κοιτάτε στην Αθήνα. Εδώ στα προάστια τα πράματα είναι διαφορετικά! Γιατί «εγώ τι θα βγάλω αν το πάρω;» σου λέει ο άλλος. Έτσι μένει όπως είναι. Να νοικιάσεις πάλι, δε βγαίνεις. Κι από γειτονιά; Αφήστε το! Ένα κουτσομπακάλικο στα διακόσια μέτρα, ένας φούρνος στην κεντρική λεωφόρο κι η ζωή σταματάει στις δέκα το βράδυ. Μετά, ούτε συγκοινωνία ούτε τίποτα! Μαύρη ζωή! Αλλά τι να κάνεις;

    Στο μεταξύ ακούστηκαν βήματα στην αυλή και, χαρούμενη τούτη τη φορά, η φωνή του μικρού που κάτι έλεγε με μισόλογα. Μετά από λίγο η κουρελού παραμέρισε και φάνηκε ένας κοντούλης σαραντάρης κακοντυμένος, με πρόσωπο ηλιοκαμένο. Ένα στραβό μουστάκι στόλιζε το πάνω του χείλος κι ένα καπέλο θρονιάζονταν στο κεφάλι του.

    – Γεια σας! Είπε.

    – Καλημέρα σας! Αποκρίθηκαν οι δυο υπάλληλοι.

    – Οι κύριοι είναι της τηλεόρασης, μίλησε πάλι η γυναίκα.

    – Α! είπε εκείνος. Και γιατί τους κρατάς τόσην ώρα έτσι; Δε θα τους ψήσεις καφέ;

    Εκείνη του έκανε νόημα πως δεν είχαν. Οι δυο άντρες το κατάλαβαν και με μια φωνή:

    – Ευχαριστούμε, είπαν. Από το πρωί μας έχουν ταράξει στον καφέ! Δεν πειράζει.

    – Καλά! Μονολόγησε ο άντρας. Κι απευθυνόμενος στους ξένους:

    – Λοιπόν; Θα μας αφήσετε την τηλεόραση τζάμπα; Έ, τότε φέρτε την. Να μη σας κρατάμε και του λόγου σας άλλο!

    Βγήκαν έξω οι δυο άνθρωποι της εταιρίας, πήγαν στο αυτοκίνητο αμίλητοι κι έφεραν τη συσκευή.

    – Πού θα την τοποθετήσουμε; Ρώτησαν.

    Ο άντρας τράβηξε το τραπέζι σε μια γωνιά του δωματίου κοντά στην πρίζα.

    – Βάλτε την εδώ, αποκρίθηκε. Πάντως θα την πάρετε πίσω μετά από δέκα μέρες, έτσι; Να εξηγούμαστε!

    – Εντάξει! Είπε ο σοφέρ και σκέφτηκε την ώρα που θα ξαναρχόταν πάλι σε τούτο το βρομότοπο για να την παραλάβει.

    Έδωσαν στον άντρα να υπογράψει τα χαρτιά παραλαβής, σύνδεσαν τη συσκευή στο ρεύμα, τοποθέτησαν κεραία εσωτερική, εξήγησαν τον τρόπο λειτουργίας του μηχανήματος και χαιρέτησαν ευγενικά το αντρόγυνο.

    Σαν πήγαν στο αυτοκίνητο και μπήκαν μέσα, ο οδηγός ξέσπασε:

    – Τις πουτάνες τις ερευνήτριες! Είπε. Όπου να ’ναι μπαίνουν! Τι στο διάολο, τώρα, ήθελαν να παν σ’ αυτόν το φουκαρά; Στραβομάρα είχαν; Δεν είδαν πως δεν έχει φράγκο; Αφού ούτε καφέ δεν είχε… Άκου τηλεόραση! Κι αυτός ο βλάκας τι τη θέλει; Και πού θα τρώνε τώρα αυτοί οι γύφτοι, αφού στο τραπέζι βάλανε τη συσκευή;

    – Δε βαριέσαι! Είπε ο νέος. Στο κάτω-κάτω άστους τους φουκαράδες να χαρούν και λίγο! Για φαντάσου! Αθήνα σου λέει ο άλλος και στις δέκα η ώρα σταματάει η ζωή! Μπορείς, δηλαδή, να πεθάνεις έτσι, για πλάκα! Μωρέ χίλιες φορές στο χωριουδάκι μου!

    Το ’πε και μετά αμέσως δαγκώθηκε. Μήπως κι αυτός είχε τις ανέσεις του; Μήπως μπορούσε να πάρει τηλεόραση; Βέβαια δεν έμενε σε παράγκα, αλλά η υπόγεια γκαρσονιέρα είναι πολύ καλύτερη; Ο αττικός ουρανός, σου λέει ο άλλος! Ναι! Είναι πολύ ωραίος, αλλά γι’ αυτούς που μένουν σε ρετιρέ! Όχι σε υπόγειο!

    Βυθίστηκαν κι οι δυο στη σιωπή και τέλειωσαν τη βάρδια τους έτσι, κακόκεφοι. Το γεγονός της παράγκας και των ανθρώπων της με τις παράλογες απαιτήσεις τους είχε συνταράξει.

    Η ταραχή τους όμως έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν, μετά από δέκα μέρες, ο Βατούλης, ένας αετονύχης πωλητής, τους ανακοίνωσε με καμάρι πως κατάφερε να πουλήσει την τηλεόραση.

    – Τι σου είναι ο άνθρωπος! Μονολόγησε ο οδηγός.

    ΜΟΙΡΑΣΤΕΊΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

    ΕΓΓΡΑΦΗ

    -- Διαφήμιση --

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    ΣΧΕΤΙΚΑ
    ΑΡΘΡΑ

    Εκεί είναι η εκκλησία της και ο Θεός της

    Γράφει η Μαρία Κ για ένα τραγούδι που μας...

    Οι λέξεις που αγρίως μας ξυλοκοπούν

    Γράφει η Μαρία Κ. Το αδιόρατο, το μικρόTο ασήμαντο που...

    Δε βαριέσαι, εγώ ήξερα γιατί!

    Γράφει η Μαρία Κ. Έλα να σε βάλω εδώ στη...

    Ποιος έχει δίκιο;

    Γράφει ο Γιώργος Δ. Μπέτης Η καμπάνα του Αι Νικόλα...
    -- Διαφήμιση --